Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τοῖς δακτύλοις

См. также в других словарях:

  • HABENAE — A. Gell. l. 2. c. 26. sunt loram, quibus sandalia seu soleae ad pedem religabantur, circa digitos primores, non enim illae, calceorum instar, concavae erant, sed planae, et solum πέλμα κάττυμα habentes, istiusmodi habenis omnino opus habebant.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MESOCHORI — Graecis τοῦ χοροῦ Κορυφαῖοι, in omnibus Veterib. Choris Symphoniacis erant, coeterisque ad canendum praeibant et modum canendi dabant, pede in eam rem pulpitum aut solum tundere soliti. Pedem enim levantes et cum sono ponentes, aequali semper ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… …   Dictionary of Greek

  • νοβακκίζειν — (Α) (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὀρχούμενον τοῑς δακτύλοις ἐπιψοφεῑν σεισμὸς Νιόβης» …   Dictionary of Greek

  • υποκροτώ — έω, Α [κροτῶ] κροτώ, χτυπώ λίγο («ὑποκροτῶν τῷ ποδι καὶ ἐπιψοφῶν τοῑς δακτύλοις», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • υπομαλάσσω — και αττ. τ. ὑπομαλάττω, ΜΑ [μαλάσσω] μσν. μτφ. αμβλύνω την τραχύτητα ή τον πόνο που προξενεί ένα πράγμα («ὑπομαλάττει τὸ τῆς τυραννίδος ἀτίθασον», Θεοφύλ. Σ.)·|| αρχ. 1. μαλάσσω ελαφρώς, κάπως («ὑπεμάλαττον [τὸ φύλλον] τοῑς δακτύλοις», Αρισταίν.) …   Dictionary of Greek

  • υποστέλλω — ὑποστέλλω ΝΜΑ [στέλλω] (ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω 2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω νεοελλ. (η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματος αρχ. 1. συσφίγγω, κλείνω («τοῑς δακτύλοις… …   Dictionary of Greek

  • MEDICI — apud Romanos, olim servi tantum erant, ut testantur Sueton. Neron. c. 4. et Seneca de Benes. l. 3. c. 24. qui Domitium Corfinio inclusum, a servo prius, quam a Caesare servatum seribunt. Clarifsime P. Orosius l. 7. c. 3. Adeo dira Romanos fames… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PINCERNA — ministerpocula mensae ingerens: qualis Ganymedes, a Diis raptus, fertur Iovi pocula ministrâsse. Unde Ausonius, Technopaegniô, v. 19. de Historiis. Stat Iovis ad cyathum, generat quem Dardanius Tros. Seneca, Ep. 47. Alius vini minister, in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οχώ — (Α ὀχῶ, έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω) (συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, έομαι μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα αρχ. 1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.) 2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»